Ίσιν

Ίσιν
Αρχαία πόλη της νότιας Μεσοποταμίας, περίπου 20 χλμ. Ν της αρχαίας Νιπούρ, στη θέση του σημερινού χωριού Ισάκ-Μπαχριγιάτ του Ιράκ. Ήταν το σπουδαιότερο κέντρο λατρείας της θεάς Νινινσινά, της γνωστής στους κατοίκους της Μεσοποταμίας και ως Γκούλα, η μεγάλη θεραπεύτρια. Μετά την πτώση της τρίτης δυναστείας των Ουρ (τέλη 21ου αι. π.Χ.) η πόλη έγινε πρωτεύουσα ομώνυμου βασιλείου. Η δυναστεία των βασιλιάδων της Ί. καταγόταν από το Μάρι του Ευφράτη και ήταν για πολλά χρόνια μία από τις ισχυρότερες της νότιας Μεσοποταμίας. Ένας από τους κυριότερους βασιλιάδες της πόλης αυτής ήταν ο Λιπίτ-Ιστάρ, ο οποίος έγραψε νόμους που θεωρήθηκαν παρόμοιοι με αυτούς του Σουμέριου βασιλιά Ουρ-Ναμού, πρόδρομοι του Κώδικα του Χαμουραμπί. Η Ί. κυριεύτηκε διαδοχικά από τον βασιλιά της Λάρσα, Ριμ-Σιν (τέλη 19ου αι. π.Χ.) και από τον Βαβυλώνιο βασιλιά Χαμουραμπί (αρχές 18ου αι. π.Χ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἰσίν — ἰ̱σίν , ἴς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴσιν — Ἴσις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἶσιν — Ἶ̱σιν , Ἶσις plant fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Omurtag's Tarnovo Inscription — The Omurtag s Tarnovo Inscription. The Omurtag s Tarnovo Inscription is an inscription in Greek language, engraved on a column of dark syenite found in the SS. Forty Martyrs Church in Tarnovo. The inscription was known since 1858 when Hristo… …   Wikipedia

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

  • τηθύς — Θάλασσα των παλαιότερων γεωλογικών χρόνων, η οποία έως το τριτογενές εκτεινόταν ανάμεσα στην Ευρασιατική ήπειρο στα Β και στην Αφρική Αραβία Ινδία στα Ν, χωρίζοντας τους δύο αυτούς ηπειρωτικούς όγκους. Η τ., της οποίας σημερινό υπόλειμμα είναι η… …   Dictionary of Greek

  • Αμορραίοι ή Αμορρίτες — Σημιτικός λαός της Συρίας, o οποίος στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. ξεχύθηκε στη Μεσοποταμία. Τα σφηνοειδή κείμενα αναφέρουν, ήδη από τον 23o αι., τους Α. με την ονομασία Αμούρρου, δηλαδή δυτικούς. Στις αρχές της 2ης χιλιετίας κατέλαβαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”